Τρίτη 14 Μαΐου 2013

Άχρηστοι, που όλοι ξέρουμε

Αρκεί να υπονοήσεις χούντα, να υποδείξεις μια χακί στολή για να επικαλεσθείς συναισθηματικά τη χούντα στο μυαλό ενός κόσμου που ούτε έζησε τότε, ούτε ουσιαστικά ενδιαφέρθηκε ποτέ για το τότε, απλά έχει μάθει να τρέμει και να ανατριχιάζει και να σιχαίνεται ότι θυμίζει την εποχή εκείνη. Άλλος ένας κοινωνικός αυτοματισμός κι αυτός (που είναι και της μόδας σαν ορολογία στη χώρα των ημιμαθών). Αρκεί να εφεύρεις 2-3 εύηχα συνθηματάκια για να μπορούν να αναπαράγουν οι συναγωνιστές σου. Αρκεί να βγεις live και να κλάψεις κάνοντας πάλι επίκληση στο συναίσθημα.

Αρκούν όλα αυτά και δε χρειάζεται να έχεις ένα επιχείρημα. Όλοι σε αυτή τη χώρα γνωριζόμαστε τόσο καλά μεταξύ μας, αλλά παρόλα αυτά επιτρέπουμε στο κάθε συνδικαλιστή να μας κοροϊδεύει με αγώνες, συνθήματα και συναισθηματικές επικλήσεις και αρκούν αυτά και μόνο να πάρουμε το μέρος τους.

Επιτρέπουμε σε κομματικά στελέχη να δημοσιεύουν στημένες επιστολές που στοχεύουν πάλι σε επίκληση στο συναίσθημα. Ασχέτως αν δεν έγινε όλα αυτά τα χρόνια μια διαμαρτυρία, μια ένσταση για την βελτίωση του κάθε κλάδου, την αυτορύθμιση, την αυτοκάθαρση. Πάντα για τη τσέπη, πάντα για αλληλοκάλυψη, πάντα αγώνας για τη κλαδική αλληλεγγύη και όχι για τη ποιοτική βελτίωση του κλάδου. Ασχέτως λοιπόν, αν κάθε φορά ο καθένας μάχεται για τη τσεπούλα του, που δεκαετίες τώρα τη γέμιζε αδίστακτα εις βάρος των υπολοίπων. Που ενώ ήταν σαφέστατα άχρηστος έφτασε στη θέση να εκπροσωπεί μια ολόκληρη μερίδα του εργασιακού δυναμικού της χώρας.

Έχω πολλούς στο μυαλό μου όταν μιλάω για άχρηστους. Όλοι μας έχουμε. Στην υποκρισία όμως που ακολουθούμε, και υπό το βάρος της συναισθηματικής επίκλησης αρνούμαστε να δούμε την αλήθεια. Δε δεχόμαστε να ανοίξουμε τα αυτιά μας στα επιχειρήματα. Επιμένουμε στην ημιμάθειά μας, επιμένουμε στη γαϊδουρινή ψευτοπερηφάνεια, επιμένουμε να θέλουμε να συμπεριφερόμαστε σαν ζώα, επιμένουμε να στηρίζουμε την αδράνεια, επιμένουμε να στηρίζουμε οτιδήποτε αντιδραστικό που μας εγγυάται την ασφαλή μας ρέκλα και ξάπλα, επιμένουμε. Δεν ακούμε κανέναν και τίποτα. Φοράμε το κράνος μας, τη χακί στολή μας και βγαίνουμε στους δρόμους για να δείξουμε πως ο πραγματικός μας εαυτός είναι απλά ένας καραγκιόζης, που έτυχε να να έχει την τύχη να παίζει το δάσκαλο, το καθηγητή, τον πολιτικό, τον γιατρό, τον μηχανικό, τον δικηγόρο. Και το παράδειγμα στις επόμενες γενιές, τόσο άστοχο, τόσο μίζερο, τόσο αποτελειωτικά αυτοκτονικό. Να βγαίνει ενήλικας και να συμβουλεύει το παιδί να μη δώσει πανελλήνιες, γιατί ο μισθός του θα είναι (μετά από 5 χρόνια που θα τελειώσει) 5 ευρώ.

Φαντάζομαι και ο δασκαλάκος στα χωριά στην κατεστραμμένη μετεμφυλιακή Ελλάδα τα ίδια έλεγε στα παιδιά του... Γιατί έτσι μετράει τη παιδεία αυτός ο ανθρωπάκος με τα ευρώ που τσεπώνει. Ο ανθρωπάκος αυτός που καρπώνεται την εργασία και το πάθος για τη δουλειά του σωστού καθηγητή, τον οποίο όμως για κάποιο λόγο δύσκολα θα τον δεις να συνδικαλίζεται στις υψηλές θέσεις. Γιατί άραγε; Δε πέφτουμε απ' τα σύννεφα. Σε όλους τους κλάδους, σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, σε όλα επαγγέλματα αυτοί είναι που κάνουν κουμάντο, που ζωγραφίζουν την εικόνα για κάθε επάγγελμα. Οι φελλοί, οι αμόρφωτοι, οι ημιμαθείς, οι θορυβώδεις. Φαντάσου λοιπόν πως θα βγεί και η επόμενη γενιά...