Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2008

Μαγειρεύοντας

Καθισμένος στη κουζίνα, περίμενε υπομονετικά να ψηθεί το κρέας που είχε βάλει στο φούρνο. Άναψε ένα τσιγάρο, παρόλο που κάτι τέτοιο θεωρείται παράνομο εντός του πανεπιστημιακού χώρου.

"Γάμησέ τους, δική μου είναι η κουζίνα εξάλλου"

Έκατσε στο τραπέζι της κουζίνας, μια μεγάλη τραπεζαρία που χώραγε άνετα οκτώ άτομα.
 
Έξω είχε λιακάδα.

Συνειδητοποίησε εκείνη τη στιγμή πως ίσως για πρώτη φορά είχε λιακάδα και μέσα του. Στη κουζίνα, φούρνο, στο χαρτί που είχε μπροστά του για να σημειώνει τις σκέψεις του, στο μυαλό του, στη καρδιά του.
Όμως δεν μπορούσε να γράψει κάτι φωτεινό. Ήταν αδιέξοδο. Ήταν αντίθετο στις δημιουργηκές του συνήθειες.
Ξεκίνησε λοιπόν:

"Κι αν δυο σκοτεινιασμένες ψυχές σμίξουν
φως και λάμψεις γεμίζει ο κόσμος γύρω
σαν δυο κατασκότεινα σύννεφα συγκρουστούν
αστραπές, ηλεκτρισμός και κεραυνούς παράγουν"

Σταμάτησε. Έβλεπε ότι δεν του έβγαινε. Όλα όσα αποτελούσαν τη δημιουργική του τροφή είχαν εξαφανιστεί. Δεν υπάρχει πια πίκρα, δεν υπάρχει πια παράπονο, δεν υπήρχε πια απογοήτευση, πόνος, δυσφορία. Αν είχε βιώσει κάτι παρόμοιο στο παρελθόν σίγουρα το είχε ξεχάσει.

"Μέσα στις σπηλιές, ζούσα τη ζωή
τρεφόταν η ψυχή μου με άγνοια
με κομμάτια στεγνής σάρκας σκότους
δίχως αίμα, δίχως φώς, δίχως λόγο

Μέσα στο θολό, ζούσα το θάνατο
ξεθώριαζε η ψυχή μου απο χρώματα
το αίμα μού έβραζε μισος και οργή
αναπνοή μια ευχή, για χάδι εκδίκησης"

Σταμάτησε πάλι απορρημένος. Σχεδόν θυμωμένος.

"Μα τι πράγματα γράφω; Τι σκατά;"

Σηκώθηκε, έλεγξε το φαγητό, έφαγε μια μπουκιά σαλάτα και επέστρεψε στα γραπτά του.

"Σήμερα το πρωί, έγραψε, σηκώθηκα και πήγα στο καθρέφτη παρατήρησα πως οι λευκές τρίχες που έχω στο κεφάλι μου αυξήθηκαν.
Γερνας, φιλε μου, περνάν τα χρόνια. Στη μέση του τρίτου στάδιου εξέλιξης, 25-34 σε λίγο φτάνουμε, και συνήθησες το σκοτάδι και τώρα το απλό καθημερινό φώς σε τυφλώνει και σε δυσκολεύει. Τώρα νιώθεις για πρώτη φορά άνθωπος, πως έχεις ύπαρξη, υπόσταση, νόημα. Τώρα καταλαβαίνεις πως η απομόνωση που επέλεξες δε προσέφερε τίποτα αλλά από το να σε κάνει πιο απόμακρο και πιο ψυχρό. Πλάσμα της νύχτας, γιός της 1ης πρωινής ώρας, περίφανο ζώο της αυγής. Τώρα που γέρασες και πέρασες στο τρίτο κύκλο, τώρα νιώθεις πια παιδί; Μα όλα ανάποδα τα κάνεις;

Δεν φταίω εγώ όμως, συνέχισε να γράφει αλλάζοντας πρόσωπο, οι άλλοι φταίνε! Οι άλλοι, που από μικρός έπρεπε να μεγαλώσω το παιδί, να το θάψω, να γίνω υπεύθυνος, να γίνω ενήλικας στο πρώτο κύκλο μου, στα 7.
Ακόμα θυμάμαι τα περίεργα για τα τότε αυτιά μου λόγια της μάνας μου:

   "Είσαι 10 χρονών τώρα, σχεδόν άνδρας, ο πατέρας σου λείπει και είμαι μόνη μου. Πρέπει να είσαι υπεύθυνος και όχι να σε κυνηγάω."

Πώς λοιπόν να θυμάμαι τι σημαίνει παιδική ζωή;"

Άφησε τη γραφίδα στο τραπέζι και ρούφηξε με πάθος το τσιγάρο του σαν να του είχε κοπεί η ανάσα, και με αυτό το τρόπο ξανα ανάσαινε.
Σκέφτηκε πόσα χρόνια περάσανε από τότε που ξαφνικά ένα παιδί έγινε ενήλικας, και ο "άνδρας του σπιτιού". Ένας τίτλος μόνο στο όνομα, που υπήρχε μόνο για να τον περιορίζει σε μια γυάλα ψεύτικης ωριμότητας και ψεύτικων ευθυνών.

"Δεν έχω τρέξει ποτέ χωρίς λόγο σε ένα λειβάδι, δεν έχω σκαρφαλώσει σε ένα δέντρο ποτέ χωρίς λόγο. Ποτέ δεν έκανα κάτι χωρίς αιτία, χωρίς λόγο. Ήταν παιδιάστικο"

Πέρασαν 20 χρόνια λοιπόν, και τώρα συνειδητοποίησε πως δεν υπήρξε ποτέ παιδι. Και τώρα που η αποστολή δεν είχε πια και τόσο μεγάλη σημασία, τώρα το παιδί έπαιρνε ισχυρή υπόσταση μέσα του. Σαν να έλεγε "να εδώ είμαι και εγώ και τώρα θα μου δώσεις το χρόνο που μου χρωστάς, το χρόνο που μου στέρησες.
Τα μόνα χρόνια που μπορούσε να ζεί ανέμελος, ανεύθυνα, χωρίς να τον ενδιαφέρουν οι πράξεις του, οι συνέπειες των πράξεών του, τα είχε εμπορευθεί με τα χρόνια πού όλα έχουν μια αιτία, όλα έχουν μια συνέπεια. Που όλα κινούνται στους νόμους της λογικής, στους νόμους και στις κατευθύνσεις των άλλων. Που υπάρχει μόνο ένας κόσμος στον οποίον ζούμε που είναι κοινός για όλους μας και τα παραμύθια και οτιδήποτε μη εγκεφαλικό δεν έχει θέση. Ίσως κάπου μέσα του, με το παιδικό του μυαλό, να πίστεψε πως το παιχνίδι αυτό θα διαρκούσε ένα απόγευμα και μετα αφού κουρασμένος από το παιχνίδι κοιμόταν την άλλη μέρα θα ξυπνούσε ανέμελος.

Αυτό όμως το απόγευμα δεν έχει τελειώσει ακόμα...

Δεν υπάρχουν σχόλια: